ἀνοσιουργός

ἀνοσιουργός
ἀνοσιουργός
acting impiously
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανοσιουργός — ή, ό (AM ἀνοσιουργός, όν) εκείνος που κάνει ανόσιες πράξεις …   Dictionary of Greek

  • ανοσιουργός — ο αυτός που κάνει ανόσια έργα …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνοσιουργόν — ἀνοσιουργός acting impiously masc/fem acc sg ἀνοσιουργός acting impiously neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοσιουργοί — ἀνοσιουργός acting impiously masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοσιουργούς — ἀνοσιουργός acting impiously masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοσιουργῷ — ἀνοσιουργός acting impiously masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνοσιουργοτέρας — ἀνοσιουργοτέρᾱς , ἀνοσιουργός acting impiously fem acc comp pl ἀνοσιουργοτέρᾱς , ἀνοσιουργός acting impiously fem gen comp sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • έργο — (Φυσ.). Στη φυσική, μπορούμε να ορίσουμε το έ. μιας δύναμης αν ξεκινήσουμε από μια απλή περίπτωση, κατά την οποία ένα υλικό σώμα αμελητέων διαστάσεων, πάνω στο οποίο εφαρμόζεται μια σταθερή δύναμη, επιτελεί μια ευθύγραμμη μετατόπιση κατά μια… …   Dictionary of Greek

  • ιερόσυλος — η, ο (Α ἱερόσυλος, ον) το αρσ. και θηλ. ως ουσ. ο ιερόσυλος, η ιερόσυλος και ιερόσυλη αυτός που διαρπάζει ή κλέβει ιερά αντικείμενα από ναό, αγιογδύτης νεοελλ. ανευλαβής, ανόσιος, ανοσιουργός, βέβηλος αρχ. (για πράγματα) αυτός που προέρχεται από… …   Dictionary of Greek

  • ԱՆԱՐԺԱՆԱԳՈՐԾ — (ի, աց.) NBH 1 0116 Chronological Sequence: 6c ա. Որ գործէ զանարժանս, զպղծութիւնս, զչարիս. ἁνοσιουργός nefarius *Անարժանագործացն ոգիք զմահկանացու զհետ երթան մարմնոցն՝ ապականեալք (մեղօք): Ամենեցուն անարժանագործացն ʼի բաց գնալ. Փիլ. լին. եւ Փիլ. նխ …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”